απάνθρωπα

απάνθρωπα
cruelly

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπάνθρωπα — ἀπάνθρωπος far from man neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτοχριστιανοί — Χριστιανοί που ασπάστηκαν φαινομενικά τον μωαμεθανισμό για να αποφύγουν τους διωγμούς των Οθωμανών κατακτητών, ενώ στην πραγματικότητα διατηρούσαν τη χριστιανική τους πίστη. Οι εξισλαμισμοί στους οποίους προέβαιναν οι Τούρκοι κατακτητές… …   Dictionary of Greek

  • παντελεήμων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιατρός. Καταγόταν από τη Νικομήδεια. Η δράση του υπήρξε πλούσια, κυρίως επί Μαξιμιανού (285 310). Μυήθηκε στον χριστιανισμό από τη μητέρα του Ευβούλη και τον πρεσβύτερο Ερμόλαο. Μοίρασε τότε την… …   Dictionary of Greek

  • σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… …   Dictionary of Greek

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

  • Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρούτσος, Οδυσσέας — (Ιθάκη 1790 – Αθήνα 1825). Αγωνιστής του 1821. Ήταν επτά ετών όταν θανατώθηκε o πατέρας του, ο γνωστός αρματολός Ανδρέας Βερούσης, που ήταν γνωστός με το προσωνύμιο Ανδρούτσος (βλ. λ.). Πολύ νωρίς κατατάχθηκε στο ναυτικό, ώσπου τον συνάντησε ο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Νορμανδοί — (γερμ. Normannen = άνθρωποι του βορρά). Γερμανικός λαός που κατοικούσε στις Σκανδιναβικές χώρες, γνωστός και με την ονομασία Βίκινγκς. Με πρωτόγονο πολιτισμό, αλλά εξαίρετοι ναυτικοί, ανέπτυξαν μεγάλη πειρατική δράση και κυρίως από τον 9o αι.… …   Dictionary of Greek

  • Παναγούλης, Αλέξανδρος — (1939 – 1976). Πολιτικός. Γιος αξιωματικού του στρατού, εντάχθηκε στο προοδευτικό κίνημα από τα μαθητικά του χρόνια. Το 1960 γράφτηκε στη σχολή Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων και ως σπουδαστής του Πολυτεχνείου αγωνίστηκε στις γραμμές της νεολαίας της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”